επιπληκτικός

επιπληκτικός
η , ό[ν] порицающий, укоряющий, укоризненный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιπληκτικός" в других словарях:

  • ἐπιπληκτικός — given to rebuking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπληκτικός — ή, ό (Α ἐπιπληκτικός, ή, όν) [επιπλήσσω] νεοελλ. αυτός που λέγεται ή γίνεται για επίπληξη, που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό έγγραφο») αρχ. αυτός που τού αρέσουν ή που είναι κατάλληλος για επικρίσεις, ο φιλόνικος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • επιπληκτικός — ή, ό επίρρ. ά που επιπλήττει, που του αρέσει να επιπλήττει, που γίνεται για επίπληξη, επικριτικός: Επιπληκτικό έγγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπληκτικά — ἐπιπληκτικός given to rebuking neut nom/voc/acc pl ἐπιπληκτικά̱ , ἐπιπληκτικός given to rebuking fem nom/voc/acc dual ἐπιπληκτικά̱ , ἐπιπληκτικός given to rebuking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπληκτικώτερον — ἐπιπληκτικός given to rebuking adverbial comp ἐπιπληκτικός given to rebuking masc acc comp sg ἐπιπληκτικός given to rebuking neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπληκτικῶν — ἐπιπληκτικός given to rebuking fem gen pl ἐπιπληκτικός given to rebuking masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπληκτικόν — ἐπιπληκτικός given to rebuking masc acc sg ἐπιπληκτικός given to rebuking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπληκτικώτατον — ἐπιπληκτικός given to rebuking masc acc superl sg ἐπιπληκτικός given to rebuking neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπληκτικοί — ἐπιπληκτικός given to rebuking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπληκτική — ἐπιπληκτικός given to rebuking fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπληκτικήν — ἐπιπληκτικός given to rebuking fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»